отцеплять - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отцеплять - translation to γαλλικά


отцеплять      
см. отцепить
décharger      
- снимать нагрузку
- разгружать
- выгружать
- разряжать
- расцеплять
- отцеплять
larguer      
- сбрасывать (напр., грузы), выбрасывать (парашютистов)
- отцеплять
- ( суд. ) ослаблять, травить
- отдавать концы

Ορισμός

отцеплять
несов. перех.
1) а) Отделять что-л. прицепленное.
б) разг. Отстегнув что-л., снимать.
2) Освобождать что-л. зацепившееся, запутавшееся.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отцеплять
1. Пришлось ухажера отцеплять, капканчик отпиливать.
2. "ПРО РОЖКОВА Тихонов СКАЗАЛ, ЧТО БУДЕТ ОТЦЕПЛЯТЬ ВЕТЕРАНОВ, - ЗАМЕТИЛ АЛИКИН.
3. Таких нападающих не надо "отцеплять", с ними надо работать.
4. С первой четверкой было сложнее всего - отцеплять приходилось своих и проверенных.
5. Это не значит, что команды будут сознательно "отцеплять" армейцев, но вполне могут выпустить дублирующие составы.